Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

Νέα ομάδα σωματικής έκφρασης με χοροθεραπευτικές τεχνικές και ασκήσεις εικαστικής θεραπείας

        Στην ομάδα αυτή συναντιούνται μεθοδολογικά η ψυχανάλυση, η χοροθεραπεία και η εικαστική θεραπεία.  Ο συνδυασμός των τριών αυτών οπτικών παρέχει μια ποικιλία τρόπων στον ψυχισμό για να εκφράσει , να αναπαραστήσει και να συμβολοποιήσει το ασυνείδητο και συνειδητό του περιεχόμενο.

     Η ομάδα απευθύνεται σε άτομα τα οποία αναζητούν ένα ομαδικό θεραπευτικό πλαίσιο το οποίο να εμπλέκει το σώμα, σε όσους αναζητούν μία μέθοδο αυτογνωσίας, διαχείρισης του στρες και σωματικής έκφρασης μέσα από ψυχοθεραπευτικές τεχνικές. 


   Συντονιστές: Καλλιρρόη Πάσχου & συν.
  

  Τηλέφωνο για συμμετοχή & περαιτέρω πληροφορίες : 210-5747473

 




        
 

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

Psychology School: 'Η ψυχολογία της οικογένειας'



Το πρώτο σεμινάριο Ψυχολογίας για την νέα χρονιά θα αποτελείται από μια σειρά διαλέξεων αλλά και βιωματικών ασκήσεων σχετικών με τους οικογενειακούς δεσμούς.


 Στα πλαίσια του σεμιναρίου θα πραγματοποιηθούν τέσσερεις συναντήσεις( διάρκειας τριών ωρών η καθεμία) με τις εξής θεματικές:


1. Το πέρασμα στη  γονεϊκότητα.

2. Το Εγώ μέσα στο Εμείς.

3. Ο συζυγικός δεσμός και η εξέλιξή του

4. Σταθμοί στην αναπτυξιακή πορεία της οικογένειας


Το σεμινάριο είναι ανοιχτό για όποιον ,-α ενδιαφέρεται. Απευθύνεται σε γονείς και μη, ψυχολόγους ή κοινωνικούς επιστήμονες γενικότερα, εκπαιδευτικούς, νηπιαγωγούς κ.ά.




Εισηγήτρια : Πάσχου Καλλιρρόη
                      Ψυχολόγος - Ψυχοθεραπεύτρια(MSc)
                      Ομαδική Αναλύτρια, Οικογενειακή Θεραπεύτρια



Προτεινόμενες ώρες- μέρες σεμιναρίου: Δευτέρα απόγευμα ή Σάββατο πρωί(το οριστικό πρόγραμμα θα αποφασιστεί σε συνεννόηση με τους συμμετέχοντες.) Το σεμινάριο θα ξεκινήσει τον Ιανουάριο του 14 και θα ολοκληρωθεί μέσα σε τέσσερεις εβδομαδιαίες συναντήσεις.




Κόστος : 80 ευρώ για όλες τις θεματικές
                 ή 30 ευρώ για την καθεμία


Τόπος: Κέντρο Ψυχοθεραπείας & Συμβουλευτικής 
            Αιμ. Βεάκη Περιστέρι

Τηλ : 6938989818- 2105747473



 

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2013

Θέματα Κοινωνικής Ψυχολογίας: Πώς μπορεί η διομαδική βοήθεια να χρησιμοποιηθεί για τη διατήρηση του κοινωνικού status και των σχέσεων κυριαρχιας;









 ΔΙΟΜΑΔΙΚΗ ΒΟΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ: ΕΝΑ ΜΟΝΤΕΛΟ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΟΜΑΔΙΚΗ ΒΟΗΘΕΙΑ(INTERGROUP HELPING AS STATUS RELATIONS, IHSR)



 

To give is to show ones superiority


                                    Marcel Mauss 

 

 


1Εισαγωγή και θεωρητικές παραδοχές

 

 
Οι Nadler , Halabi και Harpaz-Corodeisky(2002)  , εισάγουν ένα θεωρητικό μοντέλο για την διομαδική βοήθεια (Intergroup Helping as Status Relations, IHSR)  στα πλαίσια του οποίου οι κοινωνικές ομάδες ,μέσω των σχέσεων βοήθειας, δημιουργούν σχέσεις κυριαρχίας και διατηρούν ή ανταγωνίζονται τις ήδη υπάρχουσες.  Βασική υπόθεση του μοντέλου είναι ότι η κοινωνική ασυμμετρία ανάμεσα στους αλληλεπιδρώντες, αποτελεί πολλές φορές το κλειδί για να κατανοήσει κανείς την κοινωνική συμπεριφορά. 

  Βασικές επιρροές για την διαμόρφωση του παραπάνω θεωρητικού οικοδομήματος(Νadler,Halabi& Harpaz-Corodeisky(2002)) αποτέλεσαν η Θεωρία της Αυτοκατηγοριοποίησης(Haslam, 2002)  και η  Θεωρία της Κοινωνικής Ταυτότητας. Η πρώτη μεταξύ άλλων προτείνει ότι όταν οι κατηγοριακές υπαγωγές του ατόμου που προσφέρει τη βοήθεια και του ατόμου που την αποδέχεται είναι εμφανείς, τότε η συμπεριφορά της βοήθειας πρέπει να αντιμετωπιστεί ως μια μορφή διομαδικής βοήθειας και όχι μόνο ως διατομική(Τurner, Hogg, Oakes, Reicher& Wetherell, 1987 στο Nadler, 2002). Επιπλέον, η Θεωρία της Κοινωνικής Ταυτότητας έχει καταδείξει την τάση των μελών των ομάδων να υποβαθμίζουν την εξωομάδα και να μεροληπτούν με στόχο τη θετική διάκριση της ομάδας τους (Tajfel , 1978). Οι έρευνες πάνω στην κοινωνική ταυτότητα δείχνουν ότι οι διομαδικές σχέσεις είναι σπάνια σχέσεις ανάμεσα σε ίσες κοινωνικές οντότητες και ότι το κοινωνικό status επηρεάζει τα βασικά ομαδικά φαινόμενα και επηρεάζεται από αυτά. Το γεγονός ότι κάποιος είναι μέλος μιας ομάδας που είναι κατώτερη σε συγκεκριμένες διαστάσεις σε σχέση με μια άλλη ομάδα, αποτελεί μια απειλή για την κοινωνική ταυτότητα του ατόμου, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιήσει ατομικά ή συλλογικά μέσα για να βελτιώσει τη θέση του ή τη θέση της ομάδας. Οι στρατηγικές στις οποίες μπορεί να καταφύγει το άτομο ή η ομάδα εξαρτώνται από τη διαπερατότητα των διομαδικών ορίων, τη σταθερότητα και τη νομιμότητα τους.   Εάν τα διομαδικά όρια επιτρέπουν την κοινωνική κινητικότητα μεταξύ των ομάδων, είναι δηλαδή διαπερατά, τότε τα μέλη μιας κυριαρχούμενης ομάδας ενδέχεται να αποχωρήσουν από τη ομάδα τους και να προσαρτηθούν στην κυρίαρχη ομάδα στα πλαίσια της στρατηγικής της ατομικής κινητικότητας. Στην αντίθετη περίπτωση, εάν τα όρια δηλαδή είναι μη διαπερατά, ενδέχεται η κυριαρχούμενη ομάδα να επαναξιολογήσει τη διάσταση της διομαδικής σύγκρισης(κοινωνική δημιουργικότητα) ή ενδέχεται να προσπαθήσει να προκαλέσει κοινωνική αλλαγή με στόχο την αλλαγή της κοινωνικής της θέσης(κοινωνικός ανταγωνισμός).

Η παροχή και αποδοχή διομαδικής βοήθειας αποκτά μια ιδιαίτερη σημασία και καθίσταται ένα εξαιρετικά δυναμικό φαινόμενο στα πλαίσια ενός «αγώνα» για θετική κοινωνική ταυτότητα. Εκτός από την προσφορά βοήθειας στα μέλη μιας άλλης ομάδας η οποία κινητοποιείται από γνήσιο ενδιαφέρον (Strumer, Snyder& Omoto, 2005), η βοήθεια προς την εξωομάδα μπορεί να κινητοποιείται από την επιθυμία της ενδοομάδας για διάκριση και τη δημιουργία σχέσεων εξάρτησης. H εξάρτηση από τη βοήθεια μιας άλλης ομάδας, ενδέχεται να σηματοδοτεί την αποδοχή της ανωτερότητας της, ενώ αντίθετα, η απόρριψη της μπορεί να θεωρηθεί ένδειξη της επιθυμίας για αλλαγή των σχέσεων κυριαρχίας Η ομάδα που παρέχει βοήθεια είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι κατέχει αρκετούς «πόρους», ώστε να μπορεί να παρέχει βοήθεια στην εξωομάδα για να ξεπεράσει τη «δύσκολη θέση της». Η συνεχής παροχή βοήθειας από μια ομάδα σε μια άλλη αποτελεί ενδεχομένως μια σαφή «συμπεριφορική» δήλωση του υψηλότερου κοινωνικού κύρους της ομάδας η οποία την παρέχει. Παράλληλα, η αποδοχή της βοήθειας αποτελεί μια αναγνώριση της εξάρτησης από τη βοήθεια της εξωομάδας και ακολούθως του χαμηλότερου κύρους της ενδοομάδας. Η συνεχής αποδοχή βοήθειας από μια υψηλότερου κύρους εξωομάδα σημαίνει ότι η ενδοομάδα αποδέχεται την άνιση κοινωνική ιεραρχία, καθώς και τη νομιμότητα της χαμηλότερης της θέσης. Αυτός ο τύπος διομαδικής βοήθειας μπορεί να προκαλέσει διομαδικές εντάσεις όπως επίσης και διομαδικές παρεξηγήσεις(misunderstandings). Σύμφωνα με τους Nadler & Fisher(1986), αυτό συμβαίνει λόγω της ασυμβατότητας ανάμεσα στην επίτευξη της κοινωνικής ισότητας και του γεγονότος ότι η αποδοχή της βοήθειας από μια ομάδα υπονοεί την κατωτερότητα της και την εξάρτηση της από τη βοήθεια μιας άλλης.

Σύμφωνα με το μοντέλο, η διομαδική βοήθεια λαμβάνει χώρα εντός δυο πλαισίων. Στο πρώτο, οι σχέσεις κυριαρχίας μεταξύ των ομάδων είναι ασφαλείς δηλαδή είναι σταθερές και νόμιμες. Αντίστοιχα, στο δεύτερο οι σχέσεις κυριαρχίας είναι μη ασφαλείς, δηλαδή ασταθείς και μη νόμιμες. Οι κοινωνικές ομάδες μπορούν στα πλαίσια αυτά, να χρησιμοποιήσουν τρόπους αμέσους ή έμμεσους, έτσι ώστε να διατηρήσουν την κοινωνική τους κυριαρχία ή να προσπαθήσουν να αλλάξουν τη δυσμενή θέση τους. Όταν μια ομάδα  υψηλής κοινωνικής θέσης κάνει εμφανείς διακρίσεις κατά μιας άλλης ομάδας χαμηλότερης κοινωνικής θέσης, χρησιμοποιεί άμεσους τρόπους να διατηρήσει την κοινωνική της κυριαρχία. Όταν όμως μια ομάδα υψηλής κοινωνικής θέσης, καθιστά εξαρτημένη μια ομάδα χαμηλότερης κοινωνικής θέσης από την ανωτερότητα των γνώσεων και των πόρων της, χρησιμοποιεί έμμεσους τρόπους να διατηρήσει και να ενισχύσει την κοινωνική της κυριαρχία.

Όσον αφορά την ομάδα χαμηλότερης κοινωνικής θέσης, ενδέχεται να  «προκαλεί» ανοιχτά την άνιση για εκείνη κοινωνική πραγματικότητα, χρησιμοποιώντας άμεσους τρόπους με στόχο την αλλαγή προς μια καλύτερη θέση.  Από την άλλη, όταν μια ομάδα χαμηλότερης κοινωνικής θέσης αρνείται τη βοήθεια που της προσφέρει μια προνομιούχα ομάδα ή αρνείται να αναζητήσει τη βοήθεια της τελευταίας, τότε χρησιμοποιεί μια έμμεση στρατηγική με στόχο να αλλάξει την δυσμενή για εκείνη κοινωνική πραγματικότητα, εκφράζοντας τη δυσαρέσκειά της για την επικρατούσα κοινωνική ανισότητα και την επιθυμία της για μια περισσότερο ισότιμη και ανεξάρτητη κοινωνική θέση.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, η  παροχή βοήθειας είναι ένας τρόπος για τις προνομιούχες ομάδες να διατηρήσουν την προνομιούχα θέση τους, μέσω μιας κοινωνικά αποδεκτής συμπεριφοράς καθώς επίσης και να διατηρήσουν την «ανωτερότητά» τους αυξάνοντας την εξάρτηση από τις ίδιες των λιγότερο προνομιούχων ομάδων. Το γεγονός ότι η παροχή βοήθειας αυτή καθαυτή είναι μια κοινωνικά επιθυμητή συμπεριφορά ενδέχεται να καταστήσει δυσκολότερη την αντίσταση της λιγότερο προνομιούχας ομάδας σε αυτή την έμμεση άσκηση κοινωνικής δύναμης επάνω της.

Δεν είναι όμως λίγες οι περιπτώσεις που μια λιγότερο προνομιούχα ομάδα ενδέχεται να θεωρήσει την παρεχόμενη βοήθεια ως μια χειριστική επιβολή κοινωνικής κυριαρχίας και εν τέλει να την απορρίψει(Nadler, 2002). Η απόρριψη της βοήθειας μπορεί να οδηγήσει στην δημιουργία κοινωνικών παρεξηγήσεων, καθώς η προνομιούχα ομάδα μπορεί να προσβληθεί από την απώθηση της γενναιοδωρίας της.

Πολύ σημαντικό ρόλο όσον αφορά την παροχή, την  αποδοχή και απόρριψη της διομαδικής βοήθειας παίζουν τρεις παράγοντες(Νadler, 2002) : τα χαρακτηριστικά της βοήθειας(με προσανατολισμό την αυτονομία ή την εξάρτηση ),τα ατομικά χαρακτηριστικά των μελών των ομάδων(πχ υψηλή ή χαμηλή ταύτιση με την ενδοομάδα ) και τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής δομής(ασφαλής διομαδική ιεραρχία ή όχι).

Όσον αφορά τα χαρακτηριστικά της βοήθειας, στην περίπτωση της βοήθειας η οποία προσανατολίζεται στην αυτονομία (autonomy-oriented help), η βοήθεια αποκτά τη μορφή παροχής εργαλείων ή μέσων με τα οποία ο αποδέκτης θα μπορέσει να λύσει ένα πρόβλημα ή να αντιμετωπίσει μια κατάσταση μόνος του. Σύμφωνα με την Θεωρία της Κοινωνικής Ταυτότητας, αυτό το είδος βοήθειας προωθεί μια θετική κοινωνική ταυτότητα του αποδέκτη. Από την άλλη, η βοήθεια η οποία προσανατολίζεται στην εξάρτηση  (dependency-oriented) συνίσταται στην παροχή της πλήρους λύσης ενός προβλήματος και υπονοεί την αντιμετώπιση του αποδέκτη ως ανίκανου να συμβάλει στην επίλυση των προβλημάτων του και ως εκ τούτου ως εξαρτημένο από εξωτερική βοήθεια. Υπό το πρίσμα της Κοινωνικής Ταυτότητας, αυτό το είδος βοήθειας μπορεί να αποτελέσει μια απειλή για την θετική κοινωνική ταυτότητα.

Όσον αφορά τα χαρακτηριστικά των σχέσεων κυριαρχίας, ασφαλής(secure) θεωρείται η διομαδική ιεραρχία  εντός της οποίας οι σχέσεις θεωρούνται σταθερές και νόμιμες(Tajfel& Turner, 1986). Στην αντίθετη περίπτωση, οι μη σταθερές και μη νόμιμες σχέσεις σημαίνουν μη ασφαλή διομαδική ιεραρχία.  Ο τρόπος που προσλαμβάνεται η κοινωνική ιεραρχία έχει άμεση σχέση με τα κίνητρα των μελών των ομάδων. Μια κυρίαρχη ομάδα θα κινητοποιηθεί ως προς την υποστήριξη της κοινωνικής της θέσης και της διατήρησης του πλεονεκτήματός της εντός μιας μη ασφαλούς ιεραρχίας, ενώ μια κυριαρχούμενη ομάδα θα κινητοποιηθεί ως προς την αλλαγή της δυσμενούς θέσης της και την τροποποίηση της άνισης κοινωνικής πραγματικότητας.  

Όταν οι σχέσεις κυριαρχίας θεωρούνται ασφαλείς ,δεν υπάρχει ιδιαίτερο κίνητρο για τις κοινωνικές ομάδες για αλλαγή της άνισης κοινωνικής πραγματικότητας. Τα μέλη των προνομιούχων ομάδων προσφέρουν βοήθεια στις λιγότερο προνομιούχες ομάδες όποτε τη χρειάζονται και οι τελευταίες αναμένεται ότι θα αποδεχτούν τη βοήθεια αυτή. Στην ουσία όμως, η διομαδική βοήθεια ενισχύει την ανισότητα μέσω της ευεργεσίας.

Στην περίπτωση των μη ασφαλών σχέσεων κυριαρχίας, οι προνομιούχες ομάδες, σύμφωνα πάντα με τις προβλέψεις του μοντέλου για την διομαδική βοήθεια, θα προσπαθήσουν να ενισχύσουν την εξάρτηση των λιγότερο προνομιούχων ομάδων από αυτές παρέχοντας τους αρκετή βοήθεια. Οι προνομιούχες ομάδες στην περίπτωση αυτή, ενδέχεται να υποθέσουν την αναγκαιότητα της βοήθειας ακόμα και σε περιπτώσεις όπου αντικειμενικά δεν θεωρείται απαραίτητη.

 

 

 

 2. Πειραματικά υποδείγματα

 

 

 

Οι Jeters, Spears και Mansted (1996) χρησιμοποιώντας ελάχιστες ομάδες οι οποίες είχαν συγκροτηθεί επί τούτου(adhoc, minimal group paradigm), έλεγξαν πειραματικά την ιδέα ότι τα μέλη μια ομάδας χρησιμοποιούν την παροχή βοήθειας σε μια άλλη για να εξουδετερώσουν την απειλή, η οποία προέρχεται από την τελευταία.  Οι ερευνητές χειρίστηκαν πειραματικά το βαθμό ταύτισης με την ενδοομάδα και το βαθμό απειλής προς την κοινωνική θέση της ομάδας. Μετά τους χειρισμούς, οι συμμετέχοντες μπορούσαν να προσφέρουν βοήθεια στα μέλη της εξωομάδας σε οχτώ από τα δώδεκα προβλήματα που περιείχε ένα τεστ.  Τα αποτελέσματα του πειράματος έδειξαν ότι τα μέλη τα οποία ταυτίζονται στο μεγαλύτερο βαθμό με την ενδοομάδα (high identifiers) και τα οποία αντιλαμβάνονται την απειλή σε μεγαλύτερο βαθμό, προσφέρουν την περισσότερη βοήθεια στην εξωομάδα. Όταν λοιπόν η κοινωνική θέση μιας ομάδας απειλείται, τα μέλη της χρησιμοποιούν την παροχή βοήθειας προς την ομάδα από την οποία προέρχεται η απειλή σε μια προσπάθεια να μειώσουν την απειλή.

Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Harpaz-Corodeisky(2005), πραγματοποίησε ένα παρεμφερές πείραμα, χρησιμοποιώντας πραγματικές ομάδες. Οι συμμετέχοντες στο πείραμα ήταν μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου οι οποίοι «απειλούνταν» ως προς την ακαδημαϊκή επίδοση, από μαθητές ενός άλλου αντίστοιχου επιπέδου σχολείου. Οι συμμετέχοντες μπορούσαν να παρέχουν βοήθεια στην ομάδα η οποία απειλούσε την κοινωνική τους θέση, σε μια ουδέτερη ομάδα και τέλος στη συνθήκη ελέγχου, η κοινωνική θέση τη ομάδας τους δεν απειλούνταν. Επιπλέον, μετρήθηκε ο βαθμός στον οποίο οι συμμετέχοντες ταυτίζονταν με την ενδοομάδα. Τα αποτελέσματα του πειράματος δείχνουν ότι τα άτομα τα οποία ταυτίζονται περισσότερο με την ενδοομάδα, προσφέρουν την περισσότερη βοήθεια στην ομάδα η οποία απειλεί τη θέση της. Συνεπώς, το κίνητρο παροχής βοήθειας στην εξωομάδα είναι η επιθυμία για θετική διάκριση της ενδοομάδας.  Tο παραπάνω συμπέρασμα ενισχύεται και από το γεγονός ότι τα άτομα που ταυτίζονταν περισσότερο με την ενδοομάδα, παρείχαν στην απειλούσα εξωομάδα την ίδια βοήθεια ανεξάρτητα από το βαθμό δυσκολίας του έργου. Εν τέλει, το κίνητρο παροχής βοήθειας φαίνεται πως είναι ένα καθαρά αμυντικό κίνητρο με σκοπό την εξάλειψη της απειλής προς την κοινωνική ταυτότητα.

Το Μοντέλο για τη Διομαδική Βοήθεια προτείνει ότι οι λιγότερο προνομιούχες ομάδες, όταν θεωρούν μη νόμιμες και ασταθείς τις σχέσεις κυριαρχίας και συνεπώς μη νόμιμη την κοινωνική τους θέση αλλά και ασταθή, αντιμετωπίζουν την εξάρτηση τους από μια περισσότερο προνομιούχα ομάδα ως ασύμβατη με την επιθυμία τους για μια ισότιμη κοινωνική θέση. Συνεπώς, θα είναι απρόθυμες ή διστακτικές να αποδεχτούν και να επιζητήσουν τη βοήθεια μιας προνομιούχας ομάδας. Σε μια σειρά πειραμάτων  (Nadler,Halabi & Dovidio, 2006, Nadler& Peleg, 2006) με ομάδες Αράβων Ισραηλιτών οι οποίες θεωρήθηκαν ως λιγότερο προνομιούχες σε σχέση με τους Ισραηλίτες Εβραίους, βρέθηκε ότι όταν ένα μέλος μιας λιγότερο προνομιούχας ομάδας δεχόταν βοήθεια από ένα μέλος μιας περισσότερο προνομιούχας ομάδας, εμφάνιζε μειωμένο συναίσθημα προσωπικής αξίας, καθώς επίσης και μειωμένη αίσθηση αξίας ως  μέλος της ενδοομάδας(ως Άραβας εν προκειμένω). Επίσης, βρέθηκε ότι ενώ τα μέλη της προνομιούχας ομάδας ζητούν στο ίδιο βαθμό βοήθεια από μέλη της ομάδας τους αλλά και της λιγότερο προνομιούχας ομάδας, τα μέλη της τελευταίας επιζητούν σε μικρότερο βαθμό βοήθεια από μέλη της προνομιούχας και σε μεγαλύτερο από μέλη της ενδοομάδας τους.

Επειδή στα παραπάνω πειράματα δεν μελετήθηκε ο βαθμός της προσλαμβανόμενης ασφάλειας των σχέσεων κυριαρχίας, πραγματοποιήθηκαν περαιτέρω πειραματικές μελέτες. Το πρώτο πείραμα(Νadler& Halabi, 2006) είχε δυο ανεξάρτητες μεταβλητές: τη σταθερότητα ή αστάθεια των σχέσεων κυριαρχίας και την παροχή βοήθειας ή όχι. Αρχικά, όλα τα υποκείμενα τα οποία ήταν μαθητές και είχαν ομαδοποιηθεί σε ελάχιστες ομάδες, πληροφορούνταν ότι η εξωομάδα είχε υψηλότερες σχολικές ικανότητες και συνεπώς ήταν η προνομιούχα ομάδα του πειράματος. Έπειτα, μισά υποκείμενα δέχονταν πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες η παρούσα κατάσταση στη διαφορά των ικανοτήτων εξωομάδας-ενδοομάδας θα παρέμενε ως έχει, ενώ τα υπόλοιπα δέχονταν πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες η παρούσα κατάσταση θα μπορούσε να αλλάξει σε μελλοντικές χορηγήσεις τεστ. Στη συνέχεια, μισά υποκείμενα δέχτηκαν βοήθεια από ένα μέλος της εξωομάδας για τη διεξαγωγή ενός έργου, ενώ τα υπόλοιπα δε δέχτηκαν. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι στη συνθήκη  «ασταθείς σχέσεις - παροχή βοήθειας» τα υποκείμενα παρουσίαζαν μειωμένο συναίσθημα (lower affect), προσελάμβαναν την εξωομάδα με περισσότερη ομοιογένεια και είχαν την τάση να κάνουν διακρίσεις κατά της εξωομάδας. Όταν λοιπόν, οι σχέσεις κυριαρχίας είναι ασταθείς,  η αποδοχή της βοήθειας από μια προνομιούχα ομάδα από τα μέλη των λιγότερο προνομιούχων ομάδων αποτελεί μια απειλή για την κοινωνική τους ταυτότητα. Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι τα υποκείμενα στη συνθήκη «ασταθείς σχέσεις- παροχή βοήθειας» αξιολογούσαν τα μέλη της εξωομάδας ως περισσότερο επιθετικά σε σχέση με τις υπόλοιπες συνθήκες, καθώς η παροχή βοήθειας μπορεί να ερμηνεύεται ως μια προσπάθεια ματαίωσης της αξίωσης για μια καλύτερη κοινωνική θέση.

Σε επόμενο πείραμα, οι Νadler και Halabi (2006)  χρησιμοποίησαν πραγματικές ομάδες Ισραηλιτών Αράβων και Ισραηλιτών Εβραίων. Οι συμμετέχοντες ήταν Ισραηλίτες Άραβες οι οποίοι είχαν δεχτεί βοήθεια είτε από ένα μέλος της ενδοομάδας τους, είτε από ένα μέλος της εξωομάδας, δηλαδή των Ισραηλιτών Εβραίων. Οι πειραματιστές χειρίστηκαν το βαθμό σταθερότητας των σχέσεων σε κάθε συνθήκη. Έτσι, τα μισά υποκείμενα πληροφορούνταν ότι η διαφορά στο εκπαιδευτικό επίπεδο ανάμεσα τους Ισραηλίτες Άραβες και τους Εβραίους Ισραηλίτες μειωνόταν(συνθήκη ασταθών σχέσεων) ενώ τα υπόλοιπα υποκείμενα πληροφορούνταν ότι η διαφορά αυτή παρέμενε σταθερή μέσα στα χρόνια(συνθήκη σταθερών σχέσεων).Μετά τους παραπάνω χειρισμούς, οι συμμετέχοντες δέχονταν βοήθεια για την ολοκλήρωση ενός έργου χωρίς να τη ζητήσουν, από ένα άτομο το οποίο είτε συστηνόταν ως μέλος της εξωομάδας είτε ως μέλος της ενδοομάδας. Τα αποτελέσματα του πειράματος ήταν συμβατά με το μοντέλο. Τα υποκείμενα της συνθήκης των ασταθών σχέσεων τα οποία έλαβαν βοήθεια από ένα μέλος της εξωομάδας, υποτίμησαν σε μεγαλύτερο βαθμό την εξωομάδα και έδειξαν μεγαλύτερη ενδοομαδική εύνοια.

Συνδυάζοντας την προβληματική για τη διάκριση της παρεχόμενης διομαδικής βοήθειας με την κοινωνική θέση των ομάδων και τα χαρακτηριστικά των σχέσεων κυριαρχίας, διερευνήθηκαν οι παρακάτω υποθέσεις. Όσον αφορά τις σχέσεις κυριαρχίας, οι κυρίαρχες ομάδες παρέχουν βοήθεια με προσανατολισμό την εξάρτηση στις ομάδες χαμηλότερης κοινωνικές θέσης για να διατηρήσουν την κυριαρχία τους. Αυτή η συμπεριφορά ενισχύεται σε συνθήκες ασταθών κοινωνικών σχέσεων όπου το κοινωνικό τους «προβάδισμα» κινδυνεύει. Από την άλλη, τα μέλη μιας λιγότερο προνομιούχας ομάδας, σε συνθήκες σταθερών κοινωνικών σχέσεων, αποδέχονται τη βοήθεια που μπορεί να τους παρέχει μια προνομιούχα ομάδα, παρά το ότι η βοήθεια αυτή μπορεί να προσανατολίζεται στην εξάρτηση και να σηματοδοτεί μια νόμιμη και σταθερή κοινωνική ανισότητα. Σε συνθήκες ασταθών κοινωνικών σχέσεων, οι λιγότερο προνομιούχες ομάδες αναμένεται ότι θα απορρίψουν τη βοήθεια μιας προνομιούχας ομάδας η οποία προσανατολίζεται στην εξάρτηση, καθώς αυτού του τύπου οι συνθήκες επιτρέπουν την κοινωνική αλλαγή. Σε τέτοιες λοιπόν συνθήκες, οι λιγότερο προνομιούχες ομάδες θα είναι περισσότερο δεκτικές στη βοήθεια η οποία προσανατολίζεται στην ανεξαρτησία.

Εκτός όμως από τα χαρακτηριστικά των κοινωνικών σχέσεων, τα κίνητρα των μελών των ομάδων εξαρτώνται και από προσωπικά χαρακτηριστικά ,όπως η ταύτιση με την ενδοομάδα η οποία αναφέρεται στο βαθμό που κανείς προσκολλάται και δεσμεύεται με την ενδοομάδα. Τα άτομα που ταυτίζονται σε υψηλό βαθμό με την ενδοομάδα ανταποκρίνονται με διαφορετικό τρόπο στις απειλές προς αυτή, ευνοώντας την ενδοομάδα και υποτιμώντας την εξωομάδα με απώτερο σκοπό τη θετική διάκριση της ενδοομάδας. Από την άλλη, τα άτομα που ταυτίζονται σε μικρότερο βαθμό με την ενδοομάδα, ενδέχεται να ανταποκριθούν στην απειλή μειώνοντας την προσκόλληση τους στην ενδοομάδα. Επειδή λοιπόν, τα μέλη που ταυτίζονται σε μεγαλύτερο βαθμό με την ενδοομάδα επηρεάζονται σε μεγαλύτερο βαθμό από την απειλή προς την κοινωνική τους ταυτότητα, είναι πιθανό να προσπαθούν να διατηρήσουν το πλεονέκτημα της ομάδας τους,  παρέχοντας στην εξωομάδα βοήθεια με προσανατολισμό την εξάρτηση σε συνθήκες μη ασφαλών σχέσεων κυριαρχίας.

 Ενσωματώνοντας τα παραπάνω στη θεωρία για τη διομαδική βοήθεια οι Nadler& Halabi, (2006) πραγματοποίησαν ένα πείραμα με ανεξάρτητες μεταβλητές το βαθμό ταύτισης με την ενδοομάδα και τη σταθερότητα των σχέσεων κυριαρχίας και εξαρτημένη μεταβλητή την  προθυμία αναζήτησης βοήθειας από μέλη της ομάδας υψηλότερης θέσης, η οποία είτε προσανατολίζεται στην αυτονομία είτε στην εξάρτηση. Τα αποτελέσματα του πειράματος έδειξαν ότι κανένα από τα άτομα της λιγότερο προνομιούχας ομάδας, στη συνθήκη «ασταθείς σχέσεις- χαμηλός βαθμός ταύτισης » δεν αναζήτησε από την εξωομάδα  βοήθεια με προσανατολισμό την εξάρτηση. Όσον αφορά τη βοήθεια με προσανατολισμό την ανεξαρτησία δεν υπήρχαν διαφορές ανάμεσα στις συνθήκες.

      Μια περαιτέρω πειραματική μελέτη πραγματοποιήθηκε, εστιάζοντας αυτή τη φορά στα μέλη των κυριάρχων ομάδων.  Εξετάστηκε η υπόθεση ότι τα μέλη που ταυτίζονται περισσότερο με την ενδοομάδα παρέχουν σε μεγαλύτερο βαθμό στις  κυριαρχούμενες ομάδες βοήθεια με προσανατολισμό την εξάρτηση σε συνθήκες ασταθών σχέσεων κυριαρχίας(Ben- David, 2007).  Επίσης, επανελέγχθηκε η πρόταση των Gaertner και Dovidio(2000) ότι σε ασταθείς συνθήκες σχέσεων κυριαρχίας, ένας τρόπος να μειωθεί η απειλή που δέχονται οι ομάδες υψηλής κοινωνικής θέσης από τις χαμηλότερης θέσης ομάδες, είναι η έμφαση στην κοινή ταυτότητα ανάμεσα στα μέλη των δύο ομάδων. Οι ανεξάρτητες μεταβλητές του πειράματος ήταν η σταθερότητα ή η αστάθεια των σχέσεων κυριαρχίας και η έμφαση στην ταυτότητα των μελών της ενδοομάδας ή η έμφαση στην κοινή ταυτότητα των μελών των δύο ομάδων και η εξαρτημένη μεταβλητή ήταν η προθυμία ή μη, παροχής βοήθειας προς την εξωομάδα η οποία προσανατολίζεται είτε στην εξάρτηση, είτε στην αυτονομία. Τα αποτελέσματα του πειράματος έδειξαν ότι τα υποκείμενα στη συνθήκη «ασταθείς σχέσεις κυριαρχίας- έμφαση στην ταυτότητα των μελών της ενδοομάδας» παρείχαν στα μέλη της εξωομάδας σε μεγαλύτερο βαθμό βοήθεια που προσανατολίζεται στην εξάρτηση, ενώ παράλληλα οι διαφορές ανάμεσα στις υπόλοιπες συνθήκες δεν ήταν σημαντικές.

 

3.Συνολική θεώρηση του μοντέλου

 

       Η διομαδική βοήθεια όπως έχει αναφερθεί προηγουμένως συνδέεται με τις διομαδικές παρεξηγήσεις. Το ζήτημα αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στις προσπάθειες για την δημιουργία και ενίσχυση ειρηνικών σχέσεων ανάμεσα σε κράτη με εχθρικές σχέσεις όπως για παράδειγμα οι Παλαιστίνιοι και οι Ισραηλίτες, καθώς και σε προγράμματα εθελοντικής ή διακρατικής βοήθειας. Έχει παρατηρηθεί σε ορισμένες περιπτώσεις ότι άτομα που εργάζονται σε προγράμματα βοήθειας ζητούν να τους δοθεί χρηματική πληρωμή για να αποδεχτούν την παρεχόμενη βοήθεια με τη μορφή δωρεάς εξοπλισμού, τροφίμων και παροχής εκπαιδευτικών σεμιναρίων. Η απαίτηση τους αυτή για πληρωμή ερμηνεύεται από τους παρόχους της βοήθειας ως αγνωμοσύνη ενώ, σύμφωνα με το μοντέλο της διομαδικής βοήθειας, αποτελεί μια στρατηγική εξάλειψης της υποτίμησης που συνδέεται με την αποδοχή της βοήθειας και αποκατάστασης της αυτοεκτίμησης του αποδέκτη και της κοινωνικής ισότητας.

 

Συνοψίζοντας , ο Nadler(1987) προτείνει ότι η παρεχόμενη βοήθεια μπορεί να προσδιοριστεί σύμφωνα με τις εξής διαστάσεις:

 α)αν προσανατολίζεται στην εξάρτηση ή την ανεξαρτησία

 β) αν παρέχεται χωρίς να ζητηθεί ή εφόσον έχει ζητηθεί

 γ) σύμφωνα με τον προσλαμβανόμενο βαθμό δυσκολίας ή ευκολίας του προβλήματος.

Όταν παρέχεται βοήθεια από μια κυρίαρχη ομάδα σε μια κυριαρχούμενη χωρίς να έχει ζητηθεί και για να επιλυθεί ένα σχετικά εύκολο πρόβλημα, μπορούμε να πούμε ότι η τελευταία αντιμετωπίζεται ως ανίκανη και συνεπώς πρέπει διαρκώς να εξαρτάται από την κυρίαρχη καθώς αυτή κατέχει περισσότερη γνώση και δύναμη. Αντίθετα, όταν η βοήθεια παρέχεται εφόσον έχει ζητηθεί, σχετίζεται με ένα δύσκολο πρόβλημα και προσανατολίζεται στην ανεξαρτησία, τότε η ομάδα αποδέκτης θεωρείται ικανή. Γενικά, όταν η κυρίαρχη ομάδα παρέχει βοήθεια σε μια κυριαρχούμενη και η βοήθεια αυτή κινητοποιείται από την επιθυμία για θετική διάκριση της ενδοομαδας, τότε οι αποδέκτες της βοήθειας θα αντιμετωπιστούν ως χρονίως εξαρτώμενοι, θα τους παρασχεθεί δηλαδή βοήθεια με προσανατολισμό την εξάρτηση,  χωρίς να την επιζητήσουν σε σχετικά εύκολα αντιμετωπίσιμα ζητήματα. Οι κυριαρχούμενες ομάδες από την άλλη όταν έχουν κίνητρο για την επίτευξη διομαδικής ισότητας, θα αρνηθούν την παροχή βοήθειας με προσανατολισμό την εξάρτηση από τις κυριαρχούμενες, θα είναι απρόθυμες να αναζητήσουν βοήθεια η οποία υπονοεί την χρόνια εξάρτηση από τις κυρίαρχες ομάδες. Θα έχουν την τάση να αποδέχονται τη βοήθεια η οποία θα υπονοεί μια προσωρινή εξάρτηση από τις κυρίαρχες ομάδες, δηλαδή βοήθεια την οποία θα έχουν ζητήσει πρώτα για την επίλυση δύσκολων έργων και η οποία προσανατολίζεται στην ανεξαρτησία. Ένας τρόπος λοιπόν να αποφευχθούν οι διομαδικές παρεξηγήσεις πριν την εφαρμογή προγραμμάτων παροχής διομαδικής βοήθειας είναι η ενθάρρυνση της συζήτησης πάνω στα κίνητρα των ομάδων για παροχή ή αποδοχή διομαδικής βοήθειας, καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις τα προγράμματα αυτά σχεδιάζονται από τις κυρίαρχες ομάδες οι οποίες παρέχουν τη βοήθειά τους στις κυριαρχούμενες.

Παρά το γεγονός ότι το μοντέλο της διομαδικής βοήθειας θεωρεί ότι η νομιμότητα και η σταθερότητα των σχέσεων κυριαρχίας είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος, ο Nadler (2002)προτείνει ότι ενεργοποιούν ξεχωριστές ψυχολογικές διαδικασίες. Μια κυρίαρχη ομάδα της οποίας τα κοινωνικά προνόμια δεν είναι νόμιμα, μπορεί να εμφανίσει συναισθήματα συλλογικής ενοχής, και να παράσχει βοήθεια σε μια κυριαρχούμενη ομάδα με κίνητρο της εξάλειψη των παραπάνω συναισθημάτων. Τα κίνητρα όμως παροχής βοήθειας στην περίπτωση ενός ασταθούς πλαισίου διομαδικών σχέσεων, σχετίζονται με το κοινωνικό άγχος(status anxiety) και την επιθυμία της κυρίαρχης ομάδας να διατηρήσει την προνομιούχα κοινωνική της θέση και την θετική διάκρισή της, παρέχοντας στην κυριαρχούμενη ομάδα βοήθεια με προσανατολισμό την εξάρτηση. Συνεπώς και η αστάθεια και η έλλειψη νομιμότητας στις σχέσεις εξουσίας, κινητοποιούν τις κυρίαρχες ομάδες να παρέχουν βοήθεια στις κυριαρχούμενες αλλά για διαφορετικό λόγο.

        Επιπλέον, η αστάθεια και η νομιμότητα καθορίζουν τη στρατηγική που θα χρησιμοποιήσει μια ομάδα υψηλής κοινωνικής θέσης για να διατηρήσει τα κοινωνικά προνόμιά της. Αν θα χρησιμοποιήσει δηλαδή μια άμεση στρατηγική, όπως είναι η διάκριση ή η άσκηση πίεσης- δύναμης ή θα χρησιμοποιήσει μια έμμεση στρατηγική, όπως είναι η παροχή διομαδικής βοήθειας. Το μοντέλο προτείνει ότι σε ένα νόμιμο πλαίσιο, μια ομάδα υψηλής κοινωνικής θέσης θα επιλέξει άμεσες στρατηγικές διατήρησης της κοινωνικής της υπεροχής, ενώ στην περίπτωση ενός μη νόμιμου πλαισίου, λόγω συναισθημάτων συλλογικής ενοχής, θα επιλέξει έμμεσες στρατηγικές όπως η παροχή βοήθειας με προσανατολισμό την εξάρτηση.

    Τέλος, συνδέοντας τη Θεωρία Δικαιολόγησης του Συστήματος με το μοντέλο διομαδικής βοήθειας,  μια λιγότερο προνομιούχα ομάδα  έχει τη δυνατότητα να δικαιολογήσει την κατώτερη θέση της με βάση τη βοήθεια που δέχεται από μια ανώτερη κοινωνικά ομάδα και επιτρέπει στην τελευταία να θεωρήσει την ανωτερότητά της ως δίκαιη και ηθική ,καθώς δεν καταπιέζει την κατώτερη ομάδα αλλά της παρέχει βοήθεια. Τα παραπάνω αποκτούν μια ιδιαίτερη σημασία, αν σκεφτεί κανείς τη σχέση τους με τα πατερναλιστικά συστήματα και τον τρόπο που η κοινωνική καταπίεση μπορεί να νομιμοποιηθεί, παίρνοντας τη μορφή της φροντίδας, με πολύ σημαντικό κόστος για τις λιγότερο προνομιούχες ομάδες. Συνεπώς, η κοινωνική αλλαγή εντός τέτοιων συστημάτων μπορεί να είναι περισσότερο δύσκολη. Οι δυνατές επιλογές για μια λιγότερο προνομιούχα ομάδα η οποία αποσκοπεί στην κοινωνική αλλαγή σε ένα πλαίσιο ασταθών κοινωνικών σχέσεων κυριαρχίας , είναι δύο: είτε να συγκρουστεί ανοιχτά και άμεσα με την προνομιούχα ομάδα , είτε να αρνηθεί την βοήθεια που της προσφέρεται η οποία προσανατολίζεται στην εξάρτηση και να επιζητήσει βοήθεια με προσανατολισμό την αυτονομία, δείχνοντας έμμεσα την επιθυμία της για κοινωνική αλλαγή από την πατερναλιστική φροντίδα στην ισότιμη και αμοιβαία αλληλεξάρτηση των κοινωνικών ομάδων.